- πολυήκοος
- πολυήκοοςhaving heard muchmasc/fem nom sgπολυήκουςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυήκοος — ον, Α 1. αυτός που ακούει πολλά 2. (κατ επέκτ.) αυτός που, ακούοντας, μαθαίνει πολλά («πολυήκοοι ἐν ταῖς ἀναγνώσεσιν καὶ πολυμαθεῖς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βαρυ ήκοος, οξυ ήκοος)] … Dictionary of Greek
πολυηκόους — πολυήκοος having heard much masc/fem acc pl πολυήκους masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυήκοοι — πολυήκοος having heard much masc/fem nom/voc pl πολυήκους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυηκοΐα — ἡ, ΜΑ [πολυήκοος] 1. το να ακούει κανείς πολλά 2. (κατ επέκτ.) το να μαθαίνει κανείς πολλά, πολυμάθεια … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԼՈՒՐ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Unknown date ա. πολυήκοος qui multa audit Լսօղ կամ ունկնդիր բազում բանից. *Բազմալուրս առ ընթերցմուսն առնելով. Պղատ. օրին. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)